- σοφιστομανώ
- -έω, Ααγαπώ ή επιζητώ με μανία τους σοφιστές ή τη σοφιστική («σοφιστομανοῡσιν οἱ πλεῑστοι τῶν νέων καὶ ἀφρονέστεροι», Γρηγ. Ναζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σοφιστής + -μανῶ (< -μανής < μαίνομαι), πρβλ. λυσσο-μανώ].
Dictionary of Greek. 2013.